- κλυσμός
- κλυσ-μός, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλυσμός — κλυσμός, ὁ (AM) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της … Dictionary of Greek
κλυσμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῖς — κλυσμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῖσι — κλυσμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῖσιν — κλυσμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοί — κλυσμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῦ — κλυσμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμούς — κλυσμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμῶν — κλυσμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμῷ — κλυσμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμόν — κλυσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)